φρονιμαίνω

φρονιμαίνω
Ν [φρόνιμος]
φρονιμεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρονιμεύω — και φρονιμαίνω φρονίμεψα 1. αμτβ., γίνομαι φρόνιμος, βάζω μυαλό: Όποιος γεννήθηκε ζουρλός ποτέ δε φρονιμαίνει (παροιμ.). 2. γίνομαι εγκρατής, αποφεύγω βλαβερές πράξεις, ενέργειες, συμμορφώνομαι: Από τότε που παντρεύτηκε, φρονίμεψε πια και δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”